- μορμολύττομαι
- μορμολύττομαι (ΑΜ)1. τρομάζω κάποιον, εκφοβίζω, φοβίζω («πότερα Λυδὸν ἢ Φρύγα ταὐτὶ λέγουσα μορμολύττεσθαι δοκεῑς;», Αριστοφ.)2. φοβάμαι, σκιάζομαι, τρέμω («τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφώ με εκφραστική παρέκταση -λυττ- (πρβλ. πομφολύξαι / πομφόλυξ: πομφός, βδε-λύττομαι: βδελυρός, βδέω). Κατ' άλλη άποψη, το ρ. μορμολύττομαι προήλθε με ανομοίωση από *μορμορύττομαι (πρβλ. μόρμορος*, μορμόρυξις)].
Dictionary of Greek. 2013.